- συναιγδην
- συναΐγδηνσυν-ᾱΐγ-δηνadv. [ἀΐσσω] сразу устремляясь, дружным натиском Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συναίγδην — συνᾱίγδην , συναίγδην indeclform (adverb) συναΐγδην , συναίγδην pressing violently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναΐγδην — Α επίρρ. με κοινή ορμή, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναΐσσω «ορμώ» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek